καμψιδίαυλος

καμψιδίαυλος
καμψῐδίαυλος [pron. full] [δῐ], ον,
A turning the post (

καμπτήρ 11

) so as to run the whole δίαυλος: metaph., of a harp-player, running quickly up and down the strings, Χεὶρ κ. Telest.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμψιδίαυλος — καμψιδίαυλος, ον (Α) αυτός που έτρεχε στο αγώνισμα τού διαύλου (δρόμου), που παρέκαμπτε τη νύσσα, τον καμπτήρα, και έτρεχε στην απέναντι διαδρομή τού σταδίου, η οποία οδηγούσε στην αφετηρία 2. μτφ. το χέρι που κτυπά γρήγορα προς τα πάνω και προς… …   Dictionary of Greek

  • καμψιδίαυλον — καμψιδίαυλος turning the post masc/fem acc sg καμψιδίαυλος turning the post neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”